Δαναιδης

Δαναιδης
    Δαναΐδης
    Δᾰνᾰΐδης
    -ου
    

(Hes. δᾱ) ὅ

    1) Данаид, сын Данаи, т.е. Персей Hes.
    2) pl. οἱ Δαναΐδαι Eur. = Δαναοί См. Δαναοι

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "Δαναιδης" в других словарях:

  • Δαναίδης — Δαναΐδης , Δαναίδαι the Danaäns masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιταίνω — ΜΑ (επικ. τ.) 1. κατευθύνω κάποιον ή κάτι προς κάπου («εἰς δύσιν ὄμμα τίταινε, πότε γλυκὺς ἕσπερος ἔλθοι», Νόνν.) 2. μέσ. τιταίνομαι α) εντείνω τις δυνάμεις μου, καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες («αὐτὰρ ὅ γ ἄψ ὤσασθε τιταινόμενος», Ομ. Οδ.) β) (για… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»